- ακοντιστάς
- ἀκοντιστάςἀκοντιστά̱ς , ἀκοντιστήςdarter: masc acc plἀκοντιστά̱ς , ἀκοντιστήςdarter: masc nom sg (epic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀκοντιστάς — ἀκοντιστά̱ς , ἀκοντιστής darter masc acc pl ἀκοντιστά̱ς , ἀκοντιστής darter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιβαίνω — ΜA ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.) αρχ. 1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση 2. καταπατώ επίσης 3. κάνω κάποιον να ανέβει … Dictionary of Greek